- Τέκνον μου, την είχε συμβουλέψει ο Πατήρ Ονούφριος, θα σηκώσει μελτέμι δυνατό του Άη – Λια και το σημείο το πιάνει ο αέρας, είναι ανοιχτό. Δεν έρχεστε καλύτερα από τον δρόμο για να φτάσετε στεγνή;
- Όχι Πάτερ, θέλω θάλασσα.
Θάλασσα, θάλασσα, Ομέρ Βρυώνη, το Σούλι χίμηξε και μας πλακώνει. Πλακώνει ένας αίολος που μας πήρε και μας σήκωσε. Και τα φορέματα να παίρνουν τον ανήφορο και να χαΐδολογούν γάμπες και μπούτια. Χαϊδεύαμε και εμείς με τα μάτια ό,τι προλάβουμε. Μονάχα ο Πατήρ έσκυβε το κεφάλι από ντροπή για να μη βλέπει. Τον γαμπρό τον έδερνε η γραβάτα του. Οι πεθερές ξινίζανε τις μούρες τους που ο αέρας τους χαλούσε το μαλλί. Καταμεσής του πελάγου, ο δύσμοιρος ο βαρκάρης λαχάνιαζε. Του είχε βγει η γλώσσα να τραβάει κουπί και των παθών του τον τάραχο.
- Είσαι και εκατό κιλά τρομάρα σου, γυρνά και λέει της νύφης.
- Είναι ο ταφτάς βαρύς και οι νταντέλες, του απαντά εκείνη.
Το καΐκι πήγαινε και ερχότανε, όμως δεν έλεγε να φτάσει. Σταθερό στο σημείο του. Λες και είχες ρίξει άγκυρα κι ήταν δεμένο. Έφτυνε αίμα ο βαρκάρης και τα δόντια στο νερό, μαζί με το βρισίδι.
- Γαμώ την τύχη μου, γαμώ. Τί την ήθελες τη βαρκάδα κυρά μου τέτοια μέρα; Θαλασσοδέρνομαι εδώ χάμω για δυο δεκάρες χαρτζιλίκι.
- Θα σου δώσει παραπάνω ο καλός μου μετά, μην κακομελετάς μόνο, το ‘χω γρουσουζιά. Χαμογέλα να σε χαρώ.
- Άμα θες να με χαρείς, να πέσεις μέσα στο νερό για να αλαφρύνει η βάρκα.
- Μα είναι λόγια τώρα αυτά που λες;
- Λόγια είναι, βέβαια. Μου ‘χει φύγει το νεφρί. Είχε να φυσήξει έτσι απ’ τον καιρό που παντρευόταν η μάνα μου.
- Πότε δηλαδή;
- Το 1900.
- Εδώ παντρεύτηκε κι εκείνη; Τι καλά!
- Καλάμια και δολώματα και τράβα πιο ‘κει να μπορώ να κουνάω τους αγκώνες. Είσαι και μπόλικη πανάθεμά σε.
- Ένα μήνα δίαιτα κάνω, τί μπόλικη;
- Φαίνεται δεν είναι αρκετός, να συνεχίσεις.
- Μόνο κολοκύθι και ψάρι έτρωγα για να μου μπει το νυφικό.
- Αυτό να σου μπεί; Εσύ να του μπεις.
Στον ήχο τούτης της κουβέντας ακριβώς, ένα κύμα δυνατό έκλεψε τη γαμήλια ανθοδέσμη από τη νύφη. Έσκυψε εκείνη να την πιάσει. Ακούστηκε ένας βαθύς παφλασμός και στο ανοιχτό της στόμα, εισχώρησε ένα σαφριδάκι τόσο δα. Το κατάπιε ολοζώντανο, δίχως να το καταλάβει. Τουλάχιστον δεν είχε χαλάσει τη δίαιτα.
Η ανθοδέσμη κολύμπησε πρώτη ως την ακτή και αντίκρισε από κοντά τον γαμπρό να δέρνεται, όχι μονάχα απ’ τη γραβάτα του, αλλά και από σκέψεις: «έ, ρε τι τον περίμενε». Οι πεθερές ήταν ακόμα ξινισμένες, μα δεν ανησυχούσαν πια για τα μαλλιά. Τα τραβούσαν από μόνες τους.
Ο Πατήρ Ονούφριος στεκότανε σκυφτός στο πεζούλι σιγομουρμουρίζοντας μέσα από τη γενειάδα του, «τα έλεγα εγώ» και οι δυο ψαλτάδες, δεξής και αριστερός, που είχαν φιλότιμο κι ήθελαν να δικαιολογήσουν τα λεφτά τους, άνοιξαν το Απολυτίκιο του Αγίου Νικολάου για να ψάλλουν, ένεκα και του κινδύνου της θαλάσσης που είχε ανακύψει.
Φαινότανε ξεκάθαρα πως θα αργούσε πολύ να ξεκινήσει το Μυστήριο.