Εγώ αυτό που ξέρω είναι πως η δουλειά μου εκείνη την ημέρα θύμιζε το νυφικό της Πηνελόπης που ολημερίς το ύφαινε το βράδυ ξηλωνόταν ή αν το θέλεις διαφορετικά, ήταν σαν να έχτιζα το γιοφύρι της Άρτας. Ολημερίς σφουγγάριζα μα πάλι χάλια ήταν. Οι σκάλες, το προαύλιο… Μάζευα εγώ τα νερά και τα πεσμένα φύλλα μην πέσει κανείς και τσακιστεί και ο Μεγαλοδύναμος στον επάνω όροφο έκανε νοικοκυριό στύβοντάς μου τα βετέξ στο κεφάλι. Τα σύννεφα, έστω. Φθινόπωρο προχωρημένο. Πού οι δόξες του Σεπτέμβρη οι τρανές, που μας ζητούν το εκκλησάκι οχτώ φορές τη μέρα! Τώρα είχαμε μονάχα έναν γάμο κι αυτόν μισό τον κάναμε.
Κατέφθασε ο γαμπρός με λαπρότητα μεγάλη. Κουστούμι λαμέ, λουστρίνι στο πόδι, μαλλί με μπριγιαντίνες και ζελέδες, μάτια που λαμποκοπούσαν, γραβάτα μεταξένια να του κρατά σε ύψος τον λαιμό. Κατέφθασαν και οι φίλοι του με όρεξη μεγάλη για καζούρα, διότι όπως έπιασα (τα πιάνω εγώ τέτοια στον αέρα, ό,τι καιρό κι αν κάνει), της είχε έρωτα τρελό της νύφης. Την επερίμενε χρόνια, στωικά, και πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική του ήταν και να που άξιζε τον κόπο, διότι τώρα την έπαιρνε με κουμπάρο και παπά. Και τι παπά!
Κατέφθασε και η νύφη, δίχως λαμπρότητα. Το νυφικό ήταν ραμμένο από ήσυχο ύφασμα, τα παπούτσια χαμηλά, από δέρμα, τα μαλλί της απλώς καλοχτενισμένο, ανεμιστό, για γραβάτα τί λόγο να κάνουμε… Κυρίως, δεν λαμποκοπούσαν τα μάτια. Ασπάστηκε αμήχανα τον γαμπρό, της έδωσε αυτός με θέρμη ένα φιλί, της πρόσφερε την ανθοδέσμη κι ύστερα προχώρησαν. Μπήκαν στο ναό, βολεύτηκαν μπροστά στο τραπέζι και παραχώρησαν στον πατέρα Ονούφριο την ευθύνη της έναρξης.
Ο πατήρ Ονούφριος είχε κάνει γαργάρες με αλατόνερο νωρίτερα και έψελνε με νοστιμιά. Μύριζε βροχή. Χώμα που ποτίζεται, καντήλια που τσιτσιρίζουν, κεριά που λιώνουν πριν τελειώσουν το σύντομο βίο τους και θαφτούν μες στο άβραστο στάρι. Στάρι βάζω εγώ στα μανουάλια, όχι ρύζια και άμμους. Στεκόμουν και παρακολουθούσα από την πόρτα το Μυστήριο στηριζόμενος στο σκουριασμένο μου σκουπόξυλο που μου είναι πάντα χρήσιμο, πότε για τα νερά που μπαίνουν μέσα και πότε για τους καλεσμένους που μπαίνουν εκεί που τους είπες να μην μπουν.
Διαισθανόμουν καταιγίδα. Κάτι μυρίστηκα. Γύρισα κατά το περιβόλι και τον είδα. Κάπνιζε κάτω απ’ τη μεγάλη ελιά, χωμένος σε σκέψεις και σε ένα τζην σκισμένο. Φορούσε t-shirt και παλιοπάπουτσα βρόμικα από αυτά τα σταράκια που φορούν οι έφηβοι. Τα ξέρω απ’ τ’ ανίψια μου. Εκεί που τον κοιτούσα και έλεγα θα είναι κανάς περαστικός που θέλει ν’ ανάψει κερί και να φύγει, κινήθηκε αυτός με αέρα καλεσμένου και μας άναψε φωτιά, ποιό κερί… Ανέβηκε δυο – δυο τα σκαλιά, με πέρασε ξυστά και διέσχισε αθόρυβα τον διάδρομο. Το κόκκινο χαλί που είχε ζητήσει ο γαμπρός, ρουφούσε κάθε του βήμα και δεν ακούστηκε. Η νύφη όμως γύρισε απότομα και κοίταξε πίσω της. Σαν να τον άκουσε. Τον κοίταξε και χώθηκε βαθιά μέσα στο βλέμμα του αφήνοντας τον πατέρα Ονούφριο μ’ ένα στέφανο περισσευούμενο στο χέρι, να μην ξέρει που να το αφήσει.
-Γυρίστε παρακαλώ, διότι δεν φτάνω να σας στεφανώσω, της μίλησε διακριτικά και παραδόξως ατάραχα. Εκείνη έμοιαζε να μην τον ακούει. Τις λείπανε αισθήσεις. Tις χάριζε σ’ εκείνον. Εκείνον που μου λάσπωνε εμένα το χαλί.
-Γλυκιά μου, θέλεις να γυρίσεις μπροστά; τη ρώτησε ήρεμα ο γαμπρός.
Άγαλμα η νύφη.
-Γύρνα μπροστά και μη χαλάς την τελετή, της μίλησε η πεθερά της με σκληράδα κι όχι ήρεμα. Η παραίνεση αυτή την έστρεψε μπροστά, μα πάλι πίσω στράφηκε σαν άκουσε εκείνον να μιλά.
-Μην τον παντρεύεσαι.
-Γιατί; τον ρώτησε ασθμαίνοντας.
-Επειδή δεν τον αγαπάς. Μην τον παντρεύεσαι. Και σε αυτόν θα κάνεις κακό και σε σένα.
-Σε σένα; του ψέλλισε.
-Από πείσμα τον παντρεύεσαι;
-Με αγαπά…
-Θα χρειαστεί να αγαπιέστε, όχι μονάχα να σε αγαπά. Και αυτό δεν συμβαίνει.
-Και που ξέρεις εσύ ρε φίλε τι συμβαίνει; μπήκε αναμμένος στην κουβέντα ο γαμπρός, λες και ήξερε εκείνος τι συμβαίνει.
-Ποιός είναι αυτός ο κακομοίρης; εισέβαλλε με ξιπασμό κι η μάνα του.
Ο πατήρ Ονούφριος παρακολουθούσε με αγωνία. Με στοργή. Έπιασε στη χούφτα το μεγάλο κομποσκοίνι κι έστρεψε το βλέφαρο στον τρούλο.
-Έλα να φύγουμε μαζί, απευθύνθηκε ο άγνωστος στη νύφη.
-Πετάξτε τον έξω τον λιγδιάρη, ούρλιαζε εκτός εαυτού η μάνα του γαμπρού στρεφόμενη σε μένα, γιατί σε μένα υπολόγιζε να κάνω το πέταμα, αμ δε… Στη θέση μου εγώ, ακλόνητος. Αναρωτιόμουν μόνο, γιατί είναι λιγδιάρης εκείνος που είχε το μαλλάκι του λέφτερο και του το φύσαγε γλυκά ο αγέρας και δεν ήτανε ο γιος της που ήταν παστωμένος σαν τον λαδοπόντικα.
-Παρακαλώ, να διακοπεί το Μυστήριο. Ας χαρίσουμε στο συμβάν το χρόνο που του πρέπει, μίλησε με σταθερότητα ο πατήρ Ονούφριος και κατευθύνθηκε αργά προς την Ωραία Πύλη.
-Πάτερ, αν διακόψετε θα γίνει χαμός, απείλησε έξαλλη η μάνα του γαμπρού.
-Για να μη γίνει χαμός, διακόπτω.
-Συνεχίστε τα λόγια που ψέλνατε, να ολοκληρωθεί η τελετή.
-Χωρίς ζευγάρι, ποιά λόγια θέλετε να ψάλλω; Μάθημα ωδικής είναι εδώ;
-Συνεχίστε, αλλιώς θα σας αναφέρω στην Αρχιεπισκοπή.
-Δεν πα να με αναφέρετε και στην Ιερά Σύνοδο. Εγώ δεν συνεχίζω το Μυστήριο. Αρνούμαι να παντρέψω τον γιο σας με γυναίκα που δεν τον αγαπά. Εν γνώσει μου και εν γνώσει μας. Άμα σκεφτείτε λογικά, καλώς πράττω. Στο κάτω-κάτω, δώστε χρόνο. Χρόνο. Να σκεφτούνε. Όλοι τους. Εδώ είναι το εκκλησάκι, δεν μας το γκρεμίζουν. Δώστε χρόνο σας παρακαλώ.
-Δεν δίνω τίποτα. Ακούτε τί σας λέω;
-Ακούω ο δούλος του Θεού. Με ξεκουφάνατε.
-Δεν γεννήθηκε ακόμα η γυναίκα που θα αρνηθεί τον γιο μου, ξεστόμισε με φωνή χαμηλωμένη και μάτια στραμμένα προς τον γιο της ο οποίος απομάκρυνε τα δικά του από το τραπέζι του γάμου και απομακρυνόταν. Από τον γάμο του. Φαινόταν χαμένος και εδώ που τα λέμε, ήταν. Η καταιγίδα που διασθανόμουν είχε μόλις ξεσπάσει.
Ο ουρανός βροντούσε με οργή και φοβερές αστραπές φωτογράφιζαν μέσα απ’ το τζάμι την αλήθεια. Όλοι εμείς θα παραμέναμε εγκλωβισμένοι εντός ναού, για να αποφύγουμε το μένος της βροχής και την αβεβαιότητα, ενώ η νύφη ήδη έτρεχε με σιγουριά μέσα στη μανιασμένη μπόρα και μες στην αγκαλιά του αγνώστου. Του δικού της γνωστού. Και ήτανε χαμογελαστή και κλαμμένη, μα δεν μπορούσα να διακρίνω ποια ήταν στο μάγουλό της δάκρυα και ποιες σταγόνες σύννεφου, μπογιατισμένες απ’ το μακιγιάζ. Και ήταν παράξενο για μένα να τη βλέπω σαν την νεράιδα του παραμυθιού ανάμεσα στα δέντρα, να φωτίζει το γκρίζο με το άσπρο της φόρεμα, που δεν μπορούσα τώρα πια να αποκαλέσω νυφικό.
Και ήταν επόμενο και δικαιολογημένο να αστράψουν μπρος μου οι γυναίκες της δικής μου ζωής. Η θύμηση της γιαγιάς και της μάνας μου που είχανε δίκιο και οι δυο τους τελικά, αφού στο ένα ζευγάρι είχε φέρει γρουσουζιά η βροχή, στο άλλο όμως είχε φέρει γούρι.