Είχε κυματιστά μαλλιά η νύφη και ήταν όμορφη. Όχι από αυτές που σταματάς να τις κοιτάξεις, μα που σε σταματούν. Μύτη ελληνική, στόμα γεμάτο, φρύδια καλοσχηματισμένα, μάτια αμυγδαλωτά και υγρά που έσταζαν ελπίδα. Είχε δέρμα σταρένιο και το νυφικό της το φορούσε κάπως κιτρινωπό, σαν να λέμε λαβωμένο άσπρο. Της ταίριαζε. Ορφανή από γονείς και μεγαλωμένη μόνη. Απότομα.
Καταγόταν από τη Χίο και ένεκα που δεν μπορούσε να πάει τον γάμο στο νησί, έφερε το νησί σε εμάς. Αρχοντονήσι με τα όλα του. Στο καλωσόρισμα, παρανυφάκια πρόσφεραν λικέρ και υποβρύχια, αγκυροβολημένα σε παγωμένο βυθό – σε νεράκι ψυγείου. Στο καληνύχτισμα, χάριζαν σε όλους μας από ένα βάζο με γλυκό του κουταλιού και μια μαρμελάδα, που βέβαια στα χέρια του πατρός Ονουφρίου γλυκό του κουταλιού κατάντησε και αυτή. Την κατασπάραξε μ’ ένα στραβό κουτάλι που φυλάει πάντα στο πρώτο συρτάρι του γραφείου και δεν πρόλαβε το έρμο το μανταρινάκι, μήτε το ξημέρωμα να δει. Και ήταν εκλεκτό. Από τα χεράκια της νύφης φτιαγμένο, που είχε το νοικοκυριό μέσα της. Δικό της, όχι του τόπου της μονάχα.
Ο πατήρ Ονούφριος που για να μην κακοκαρδίσει κανένα παρανυφάκι είχε φάει τρία υποβρύχια και είχε πιει έξι λικέρ, βρέθηκε να ξεκινά το μυστήριο με υψηλό ποσοστό αλκοόλ στο αίμα, ζάχαρο και κέφι στα ύψη και ένα ελαφρύ μειδίαμα κάτω από τις μουστάκες. Ανέβηκε δε, σε πολύ υψηλές σκάλες για να ψάλει και τρομάξανε οι ψαλτάδες να τον κατεβάσουν προκειμένου να συμπράξουν. Στην κάθοδο, μάλλον λόγω απότομης αλλαγής υψομέτρου, τον βρήκε μιαν αστάθεια στο χέρι που μας στοίχισε.
Μέχρι να αρραβωνίσει το ζευγάρι είδαμε και πάθαμε, γιατί τους μπαινόβγαζε τις βέρες σε λάθος δάχτυλα και κατά το στεφάνωμα, παραλίγο να προκαλέσει επεισόδιο με την Αρχιεπισκοπή, διότι πήγε να στέψει τον γαμπρό με τον κουμπάρο. Δίπλα στεκόταν, το έφαγε ο άνθρωπος το στέφανο στο κεφάλι.
Φοβήθηκα για χειρότερα ρεζιλίκια και είπα να τον νερώσω. Του πήγα διακριτικά ένα μπουκαλάκι με νερό, τάχα μου πως πνίγεται και του είπα να βήξει, να φανούμε πειστικοί. Έβηξε, κατάπιε και όδευσε μετά προς το «Πάτερ Ημών» και τη μεγάλη στιγμή της πόσης. Τη στιγμή που το ζευγάρι πίνει κρασί από το «κοινό ποτήριον». Το πικρό.
Το έτεινε ο πατήρ Ονούφριος στον γαμπρό, ήπιε μια, ήπιε δυο, ήπιε τρεις. Το έτεινε ύστερα στη νύφη, ήπιε μια, ήπιε δυο, ήπιε τρεις και το λουρί της μάνας, που μάνα δεν είχε, τα είπαμε, να την εδεί και να την καμαρώσει. Πήγε να αποσύρει το ποτήρι ο πατήρ Ονούφριος μα εκείνη το βάσταξε στο στόμα. Είναι και φίνο το κρασί μας. Μαυροδάφνη. Μας τη στέλνουν κάθε μήνα από την Αχαΐα. Ξαναπήγε να το αποσύρει ο πατήρ Ονούφριος, μα ξανασυνάντησε αντίσταση, σθεναρά. Δοκίμασε να το στρίψει λίγο. Του έδωσε μιαν άλλη κλήση και τούτο το τέχνασμα απέδωσε, οπότε επιτέλους πήρε το ποτήρι και το εναπόθεσε στο τραπέζι, μαζί όμως με το στόμα. Σαν νούφαρο σε λίμνη επέπλεε πάνω στο γλυκό κρασί η μασέλα της νύφης.
Μασέλα; Μάλιστα μασέλα. Κανονική. Σαν των παππούδων. Από αυτές που τις βάζεις, τις βγάζεις, τις πλένεις, τις ξαναφοράς και τα βράδια τις αφήνεις στο νερό να κολυμπήσουν. Μασέλα που με τρόπο ντελικάτο, η νύφη ψάρεψε βρέχοντας ελαφρώς το δαντελένιο της γάντι και ξαναφόρεσε επιδέξια, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είχαν όμως συμβεί, πολλά.
Πρώτος ταράχτηκε ο πατήρ Ονούφριος που νόμιζε πως του έφυγαν τα δόντια από το στόμα και έπιανε τα σαγόνια του για να σιγουρευτεί. Δεύτερος ταράχτηκε ο φωτογράφος που του έπεσε η μηχανή από το χέρι, αλλά γι’ αυτόν ευθύνομαι εγώ που του έχωσα μια «κατά λάθος» αγκωνιά, μην τύχει και τραβήξει καμιά φωτογραφία και πρέπει μετά να του χώσω αγκωνιά, αλλά επίτηδες. Μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτός τη φθορά του φακού του, η νύφη είχε σουλουπωθεί.
Τρίτος ταράχτηκε ο γαμπρός και πολύ καλά κάνουν και λεν, πως οι ενδιαφερόμενοι τα μαθαίνουν τελευταίοι. Αν ήταν όντως ενδιαφερόμενοι, θα μου πεις, ίσως και να τα γνώριζαν πρώτοι. Τούτος δεν γνώριζε. Τόσον καιρόν τη φιλούσε και εκείνη του φυλούσε εκπλήξεις τρανές... Δεν είναι η θέση μου φυσικά στα ιδιαίτερα του ζευγαριού, αλλά τι απόσταση πρέπει να είχαν, για να μη γνωρίζει το πραγματικό της χαμόγελο. Τώρα βέβαια που του κοβόταν το δικό του, να σου πω κοντά που έρχονταν... Γύρισε και την κοίταξε βαθιά μες στο στόμα, με γουρλωμένα μάτια και δείχνοντας πλέον τη δέουσα προσοχή στην επανατοποθέτηση. Της μασέλας και τη δική του.
Ευτυχώς που ο πατήρ Ονούφριος είναι αυστηρός με την τάξη και απαγορεύει πάντα στον κόσμο να κυκλώνει το ζευγάρι. Τους βάζει όλους και στέκονται από πίσω. Παρήγορο στάθηκε αυτό, διότι οι καλεσμένοι δεν πήραν πρέφα τι συνέβη. Θα μου πεις και πότε παίρνουν; Οι περισσότεροι μόνο για το κουτσομπολιό ενδιαφέρονται. Και για το κέρασμα. Στο τελείωμα να δεις χαρές που ‘κάναν, που μας ‘πνίξαν τα φιλέματα. Τί ούζα, τί σούμες… Πήρα δυο ποτηράκια και πήγα να βρω τον πατέρα Ονούφριο, να βγάλουμε εμείς τις σούμες τις δικές μας. Δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα πετραχήλια του. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Κοιτούσε το γαμπρό που κοιτούσε τη νύφη που κοιτούσε τη θάλασσα.
-Να το ήξερα, βρε Αγάπιε.
-Πώς να το ήξερες, πάτερ;
-Να το ήξερα, θα την είχα αφήσει να κατεβάσει το ποτήρι μοναχή της.
-Εδώ δεν το ήξερε ο άλλος, πάτερ, εσύ;
-Πα – πα - πα, τί πάθαμε!
-Εμείς τί πάθαμε;
-Σταμάτα βρε Αγάπιε τα ρητορικά και άσε με να τα πω, ν’ αλαφρύνω.
-Να μην τρως το καταπέτασμα, να αλαφρύνεις.
-Απλό είναι το πράγμα και άκου το. Άμα την αγαπά, θα βρει λεφτά και θα την πάει σε έναν καλό οδοντογιατρό.
-Άμα δεν την αγαπά;
-Το καλό που του θέλω να την αγαπά.
-Το καλό που εγώ του θέλω, είναι να βρει λεφτά.
-Και να την αγαπά και να βρει λεφτά και να πάνε μαζί στον καλύτερο οδοντογιατρό, αυτό θέλω και να της βάλει από αυτά τα εμφυτεύματα, τα σύγχρονα, γιατί με την καταγωγή που σέρνει αυτή, από καιρού εις καιρόν θα λιμπίζεται να μασουλά και καμιά τσίχλα μαστίχας.
Ύστερα από το διάλογο αυτό είναι που άνοιξε ο πατήρ Ονούφριος το πρώτο συρτάρι του γραφείου και αναζήτησε το στραβό του κουτάλι.