- Αγάπιε, κράτα με.
- Πάτερ;
- Τα στερνά του κόσμου, Αγάπιε.
- Τα ποιά;
- Η συντέλεια, ευλογημένε. Η Δευτέρα Παρουσία. Συμβαίνει.
- Πού;
- Εδώ, σε μας. Αναποδογύρισε ο κόσμος.
- Κοιμάσαι ακόμα, Πάτερ; Στη θέση του είναι ο κόσμος.
- Γονάτισε να προσευχηθείς γιατί είναι κάτω ο ουρανός και πάνω τα πεζούλια. Ελέησον Χριστέ, σκύψε και λέγε, Ελέησον Χριστέ...
- Πάτερ, κοίτα τον ουρανό, πάνω δεν είναι;
- Πάνω.
- Κοίτα τα πεζούλια, κάτω δεν είναι;
- Κάτω.
- Κοίτα τη θάλασσα γαλήνη που την έχει. Άντε να πλυθείς για να συνέλθεις. Όνειρο ήταν. Και έλα μετά που σε περιμένει ένα ζευγάρι για να κανονίσει γάμο.
- Αγάπιε, τα είδα εγώ τα πάνω κάτω, δε γελιέμαι. Αν δεν είναι απ’ τη συντέλεια, είναι από τη διάσειση που μ’ άφησε κουσούρι.
- Έλα να τα πάρουμε από την αρχή, να σε ησυχάσω. Τί είδες μόλις ξύπνησες;
- Το ταβάνι.
- Πάνω;
- Πάνω.
- Μετά;
- Τις παντόφλες.
- Κάτω;
- Κάτω.
- Μετά;
- Μετά άνοιξα το παράθυρο και κόπηκε το αίμα μου σαν φέτα από καρπούζι.
- Ποιό παράθυρο;
- Αυτό που είναι πάνω απ’ το ντιβάνι.
- Έτσι πες μου.
- Έτσι σου λέω.
- Και είδες δυο ανθρώπους εκεί;
- Ναι.
- Να στέκουνε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω;
- Ναι.
- Από τούτο σκιάχτηκες;
- Αμ, από ποιό;
- Τζάμπα σκιάχτηκες. Το ζευγάρι που σε περιμένει είναι η συντέλεια που λες. Έφτασαν την ώρα που έπεφτες για ύπνο. Ήθελαν να σου μιλήσουν αμέσως για να τελέσουν εδώ τον γάμο τους. Τους εξήγησα πως αν θέλουν να τελέσουν εδώ τον γάμο τους να μη σου μιλήσουν αμέσως. Να σε περιμένουν να ξυπνήσεις. Κάθισαν κάτω από τα δέντρα κι όση ώρα περίμεναν έκαναν τη γιόγκα.
- Ποιά είναι αυτή η γιόγκα, Αγάπιε και τί την κάνουν;
- Είδος γυμναστικής είναι.
- Σαν να λέμε σουηδική;
- Σαν να λέμε ινδική. Από την Ινδία έρχεται.
- Γιατί από τόσο μακρυά;
- Δεν ξέρω ακριβώς. Μέθοδος αρχαία. Οι δάσκαλοι τεντώνονται σαν λάστιχα και μαθαίνουν τους μαθητές να κάνουν το δέντρο, το λωτό, την καμήλα, το ψάρι και τον σκύλο.
- Να γαυγίζουν τους μαθαίνουν;
- Τη στάση του σκύλου. Άκου να μαθαίνεις κι εσύ.
- Αυτό που καίγομαι να μάθω είναι το ανάποδο.
- Κάνουν διάφορες ασκήσεις με περίεργες ονομασίες που βοηθούν την αναπνοή, τη δυσκοιλιότητα, την ισχιαλγία, την αντιγήρανση, διάφορα... Υπάρχει στάση του συμπαντικού χορευτή. Στάση του βασιλιά των περιστεριών. Εσύ όταν τους είδες έκαναν την στάση του σκορπιού που υποτάσσει τα δηλητήρια της ψυχής. Εδώ το γράφει.
- Για να υποτάξω εγώ τα δηλητήρια που μ’ ανεβαίνουν στα χείλη, μπορώ να δω τι είναι αυτό που μελετάς και το μαθαίνεις φαρσί;
-Το διαφημιστικό τους φυλλάδιο. Διδάσκουν γιόγκα και λένε πως έτσι θα πετύχουν την ένωση με τον Θεό.
- Ας ανοίξουν ένα Ευαγγέλιο για να την πετύχουν και δεν χρειάζεται να δένονται σαν τα οχτάρια.
- Αυτή είναι μια από τις στάσεις. Υπάρχει και στάση της ομπρέλας.
- Και στάση του λεωφορείου υπάρχει. Και στάση ζωής.
- Όλοι μπορούν να κάνουν γιόγκα, σε κάθε ηλικία. Και εσύ άμα θελήσεις μπορείς, Πάτερ. Θα σε βοηθήσει να βρεις τη χαμένη σου ηρεμία μέσα σ’ έναν κόσμο αγχωμένο και επιθετικό.
- Αγάπιε, πάψε να μου συλλαβίζεις αυτό το φυλλάδιο αν θέλεις να βρω ηρεμία. Πάψε και κατάλαβα.
- Τί κατάλαβες;
- Τι με περιμένει.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε καταλάβει, μέχρι που ξεκίνησε να συνομιλεί με τους υποψηφίους. Σε στάση πολιτισμένη. Ίσια. Καθιστή.
- Θέλουμε τον γάμο στις τριάντα του μηνός στις δέκα το πρωί, είπαν.
- Είμαστε κλεισμένοι στις δέκα, αλλά μπορούμε ωραιότατα στις δώδεκα, είπε.
- Αυτό δεν γίνεται, είπαν.
- Γιατί, είπε;
- Γιατί η ημερομηνία, μέρα + μήνας + έτος, μαζί με την ακριβή ώρα πρέπει να μας δίνουν τελικό άθροισμα εννιά, οπότε αν εσείς μας αλλάξετε την ώρα, μας αλλάζετε τον αριθμό και τρέχα γύρευε μετά, είπαν.
- Να τρέξετε και να γυρέψετε από τώρα, γιατί δεν μας βλέπω να τα βρίσκουμε, είπε.
- Μην το λέτε αυτό, είπαν. Εμείς εδώ επιθυμούμε που είναι ενεργειακό το μέρος, όμως θέλουμε πρωί για να υπάρχει φως, είπαν.
- Βλέπω εγώ να σας παντρέψω και βράδυ, μη σκάτε, είπε.
- Όχι βράδυ, γιατί δεν πρέπει να λείπει από τον γάμο ο μεγάλος μας θεραπευτής, είπαν.
Τους κοίταξε απλώς.
- Ο ζωοδότης ήλιος, είπαν.
Με κοίταξε και μένα απλώς.
Ύστερα μου ζήτησε την κανάτα με το νερό και το κουτί με τα λουκούμια.
- Να μην τα φέρει για εμάς, του είπαν.
- Για μένα θα τα φέρει, τους είπε.
- Εμείς δεν τρώμε ζάχαρη, του είπαν.
- Είναι όμως ενεργειακή, τους είπε.
- Μονάχα στέβια και αγαύη τρώμε, του είπαν.
- Δεν τις γνωρίζω ούτε δι’ ακοής, τους είπε.
- Και τα κουφέτα μας από αγαύη και βιολογικά γκότζι μπέρυ θα είναι φτιαγμένα. Και μια που λέμε για διατροφικά, στην τελετή να μη μας έχετε κόκκινο, αλλά λευκό κρασί, γιατί πρέπει όλα να είναι λευκά, του είπαν. Και επίσης, την ώρα της τελετής να είναι ανοιχτά μονάχα τα παράθυρα που βλέπουν δυτικά – όχι τα άλλα – γιατί το ρεύμα του αέρα πρέπει να εισέρχεται στον χώρο δεξιόστροφα, του είπαν. Και η κεντρική πόρτα να είναι κλειστή για να μην φεύγει η ενέργεια και τη χάνουμε. Του είπαν.
Και άλλον λόγο εκείνος δεν τους είπε, γιατί φρόντιζε να απασχολεί το στόμα με λουκούμια. Και η ώρα μάκραινε. Ξέφευγε. Βασανιστικά για τους μελλόνυμφους που δεν έλεγαν να βρουν ημερομηνία που να τους εξυπηρετεί, αφού ο Πατήρ Ονούφριος, ξεφτέρι από παιδί στα μαθηματικά, πριν καν προλάβουν εκείνοι να συλλογιστούν, τους πρότεινε ημέρες και ώρες που είχε ήδη αθροίσει και που σε καμιά των περιπτώσεων δεν θα έβγαζαν τελικό αριθμό εννιά.
Και στο ενδιάμεσο ρουφούσε νερό. Γουλιές μεγάλες. Για να καταπίνει και το παράλογο του πράγματος που θέλει δυο νέους ανθρώπους γεμάτους ζωή, αντί να αγωνίζονται για ν’ ανασαίνουν ελεύθεροι, να εφευρίσκουν μόνοι τους δεσμά για να τους πνίγουν. Πολύ αργότερα και μοναχά σε μένα, τούτο είπε.