Σεπτέμβρης, μήνας που όλοι προτιμούν. Ειδικώς στο εκκλησάκι μας. Κάτι η θέα, κάτι η αύρα η θαλασσινή, κάτι το προαύλιο που έχει άπλα, κάτι το βυζαντινό ψηφιδωτό που ντρέπεσαι να το πατήσεις, δεν ησυχάζουμε τέτοιαν εποχή. Ο ένας γάμος κυνηγά τον άλλον και όλοι μαζί σπρώχνουν να βγουν στην έξοδο. Οι δε νύφες που περιμένουν να μπουν, επειδή προκύπτουν και καθυστερήσεις με τέτοιους σαματάδες, κρύβονται πίσω απ’ τα δέντρα ή κόβουν κύκλους με τα αυτοκίνητα τριγύρω μέχρι να ‘ρθει η σειρά τους να κάνουν την εμφάνιση, διότι λέει, δεν πρέπει η μια να δει την άλλη, είναι γρουσουζιά. Γρουσουζιά είναι που καίνε τζάμπα τις βενζίνες, αυτό λέω εγώ, μα ποιός με ακούει που είμαι στα τέσσερα και προσπαθώ να σκουπίσω τα ρύζια.
Τη φορά που σου λέω, μας περίμενε γάμος πρωινός και εμείς είχαμε χθεσινοβραδυνή κούραση. Είχαμε ξενυχτήσει σε μεγάλο γλέντι. Το ζευγάρι της προηγουμένης βραδιάς, είχε ζητήσει να του παραχωρήσουμε το προαύλιο, ώστε να προσφέρει εκεί κάποιο κέρασμα. Ήταν και τελευταίος γάμος, δεν περίμενε άλλος μετά, γιατί όχι;
Πάνω σε δυο τάβλες μακριές στρώσανε οι προκομένες συμπεθέρες κοφτά τραπεζομάντηλα και ακουμπήσανε τις λιχουδιές. Άλλο να σου λέω, άλλο να τρως. Και να πίνεις. Κρασί από τη Νεμέα, από τα μέρη του γαμπρού. Μια γουρουνοπούλα ολόκληρη, ψωμιά χωριάτικα ζυμωτά με προζύμι, ελιές μέσα σε λάδι με μάραθο, παστέλια από το Ζευγολατιό, στεφάνια από σύκα αποξηραμένα και δίπλες με μέλι θυμαρίσιο. Η νύφη ήταν Μεσσήνια.
Ο Πατήρ Ονούφριος που είναι καταδεκτικός με τέτοιες προσφορές και ουδέποτε προσβάλει, πρωτοστάτησε στο φαγοπότι. Κρέας δεν άγγιξε, διότι τα βράδια δεν το συνηθίζει να τρέφεται βαρυά, ούτε ελιές ακούμπησε, διότι έχουνε αλάτια και κείνος έχει πίεση. Αναστενάξανε όμως τα σύκα.
-Τρώγε Αγάπιε, δεν είναι ντροπή, τέτοιο σύκο δεν το βρίσκεις. Κοίτα, κοίτα, έχει και ριγανίτσα επάνω για να διατηρείται. Ωραία κόλπα…
-Πάτερ μου, είμαι φαγωμένος.
-Όπως νομίζεις, εγώ πάντως θα συνεχίσω.
Και συνέχιζε, και έτρωγε, και έπινε. Και ξανάτρωγε, και ξανάπινε, και πως δεν έφραξε το λαρύγγι του… Από σύκο σε παστέλι και από παστέλι σε σύκο το δάγκωνε. Παστέλια δε, δυο ειδών. Και το τραγανό και το άλλο το μαλακό που κολλάει στα δόντια.
-Πρόσεχε, του έλεγα, μη σου κάνει ζημιά στη γέφυρα και γελάμε.
-Γάμος είναι, ας γελάμε. Μη με ζορίζεις, θέλω να φχαριστηθώ.
Δεν πρέπει να ήταν απλή λαιμαργία όλο αυτό. Νομίζω πως τον είχε πιάσει μιαν ακατάσχετη συγκίνηση. Στα νιάτα του είχε διακονήσει εξαετία ολόκληρη στα Φιλιατρά και είχε κάνει και παπάς στην Κυπαρισσία, οπότε φαίνεται είχε μνήμες απ’ τον τόπο. Έτρωγε για να τις ξαναθυμηθεί και έπινε για να τις ξεχάσει. Σταμάτησε τις θύμισες σαν βάρεσαν τα όργανα και στήθηκε χορός. Πήρε την πρησμένη του κοιλιά και ένα μαντήλι καλαματιανό, πήρε και τη νύφη από το χέρι και σηκώθηκε. Έκτοτε ξανακάθισε μετά τη μια το πρωί.
Οι του πρωινού γάμου, όταν φάνηκαν, ήταν γεμάτοι ενέργεια και χαρά. Αντιθέτως με μας που σερνόμασταν. Ειδικώς ο Πατήρ Ονούφριος δεν έπαιρνε τα πόδια του. Χώρια η κεφαλή του που πονούσε, χώρια τα βλέφαρα που έγερναν βαριά.
-Άντε να τελειώνουμε, να πάω να ησυχάσω, έλεγε.
-Θα τελειώσουμε στο πιτς φιτίλι, πόση ώρα θα κάνουμε πια;
Τι την ξεστόμιζα τέτοια κουβέντα;
Με το που στήθηκαν γονείς, ζευγάρι και κουμπάροι και σημάναμε την έναρξη, βλέπω τον Πατέρα Ονούφριο να σκύβει βαθυά ως το μάρμαρο. Γυρνώ προς την πόρτα να δω, διότι είπα ο Μητροπολίτης θα μπήκε, δεν μπορεί τέτοια υπόκλιση! Διαψεύστηκα όμως. Κανείς. Ξαναγυρνάω να κοιτάξω μπροστά, δεύτερο σκύψιμο, βαθύτερο. Μετάνοιες σκέφτηκα θα κάνει, ποιός τον ξέρει, θα έχει τους λόγους του. Την τρίτη φορά παρατήρησα σταγόνες οδύνης στο μέτωπο και στα μάγουλα και καθάρισε ο νους μου: αμάν συλλογίστηκα, το άτιμο το σύκο. Κόψιμο!
Επειδή το ζευγάρι και οι παρευρισκόμενοι δεν φάνηκαν να κατέχουν πολλά εκκλησιαστικά, δεν έδωσαν την πρέπουσα βάση στο γεγονός ότι ο Πατήρ Ονούφριος αντί να στέκει εκεί ομπρός τους, μπαινόβγαινε στην Ωραία Πύλη. Είχαν αυτοί, ευτυχώς, μεταξύ τους να κοιτάζονται. Έμπαινε και έβγαινει ο δόλιος, πήγαινε κι ερχόταν. Οι άλλοι αυτό το βλέπανε μέρος του τελετουργικού και μη σου πω, σκεφτόντουσαν πως εκεί στο Ιερό που έμπαινε, κάτι του Μυστηρίου εκτελούσε.
Στην πραγματικότητα, ο κακομοίρης έτρεχε από τη μικρή πορτούλα αριστερά ως το σπιτάκι που είναι πίσω στον κήπο και έχει κουζινάκι, γραφείο και μικρή τουαλέτα, έκανε τη δουλειά του και ξαναρχόταν βολίδα. Λίγο η εμπειρία του που είναι πολλή κι έπιανε το Μυστήριο από κει που το χε αφήσει, λίγο οι ψαλτάδες μας που είναι μερακλήδες και τραβούν τους ψαλμούς όσο πάνε, λίγο και η δική μου καπατσωσύνη και ετοιμότητα που έγνεψα στον Α’ ψάλτη να απαγγείλει το Αποστολικό αργά και με το πάσο του, ώστε να προλάβει ο Πατήρ Ονούφριος να επιστρέψει, ουδείς από το εκκλησίασμα αντελήφθη αυτό που στην πραγματικότητα συνέβαινε.
Η κεντρική φωτογραφία είναι παραχώρηση της εταιρείας Elena's Gourmet