Τον σπλαχνίστηκε ευτυχώς ο Θεός και του κανόνισε να παντρεύει εκείνη τη στιγμή έναν μεγαλογιατρό με μια νοσηλεύτρια. Αυτά είναι του Κυρίου τα θάματα! Στέλνει τους σωστούς ανθρώπους, στο σωστό το μέρος, τη σωστή την ώρα. Έσκυψαν ο γαμπρός κι η νύφη πάνω στον ασθενή, του φέραν την ψυχή στη θέση της, τον μετρήσανε – σφυγμούς, πίεση, γενική κατάσταση - τίποτα σοβαρό δεν είχε, είπανε, μονάχα ένα καρούμπαλο γερό απ’ το πέσιμο γιατί βρήκε στο τραπέζι την ώρα της βύθισης, του το περιποιηθήκανε, τον ποτίσανε και νεράκι που ήταν άνυδρος, τον θεριέψανε, τον στυλώσανε, κι όταν είδανε πως του επέστρεψε η ζωηράδα στα μάγουλα, άρχισαν να του παίρνουν συνέντευξη:
- Πώς λέγεστε;
- Ονούφριος.
- Τί επάγγελμα κάνετε;
- Ιερωμένος.
- Πώς αισθάνεστε;
- Με το επάγγελμα που κάνω;
- Γενικώς πώς αισθάνεστε, τώρα.
- Περίφημα.
- Πονάτε πουθενά;
- Όχι.
- Καλό σημάδι αυτό, Πάτερ μας, σημαίνει πως συνήλθατε. Να, θα αναθαρρήσετε λιγάκι και θα έρθετε να βάλουμε τις υπογραφές.
- Ποιές υπογραφές;
- Στο χαρτί.
- Ποιό χαρτί;
- Του γάμου.
- Ποιού γάμου;
- Του δικού μας.
- Παντρεύεστε; Α, βέβαια, η κοπέλα είναι ντυμένη νύφη.
- Κι εγώ ντυμένος γαμπρός είμαι, Πάτερ μου. Παντρευτήκαμε. Εσείς μας παντρέψατε.
- Πότε;
- Πριν λίγα λεπτά.
- Δεν το θυμάμαι.
- Τί δεν θυμάστε; Σ’ αυτό εδώ το τραπέζι.
- Το τραπέζι το θυμάμαι, το έχουμε χρόνια, αλλά τον γάμο σας δεν τον θυμάμαι.
- Μας περάσατε βέρες.
- Μπράβο μου.
- Μας στεφανώσατε.
- Μπράβο μου.
- Μας χορέψατε χορό του Ησαΐα.
- Μωρέ πολλά μπράβο μού πρέπουν, αλλά που δεν θυμάμαι για να με συγχαρώ…
- Τόσοι άνθρωποι είναι εδώ, θα σας διαβεβαιώσουν και ύστερα υπογράφετε.
- Και να με διαβεβαιώσουν εμένα οι άνθρωποι, δεν υπάρχει περίπτωση να σας υπογράψω Πιστοποιητικό Τελέσεως Γάμου, εάν δεν θυμηθώ ότι τον τέλεσα.
- Μα σας το λέμε εμείς.
- Εσείς μπορεί να μου λέτε πως πεθάνατε και σας έψαλα την Νεκρώσιμο Ακολουθία, εγώ να σας πιστέψω;
- Δεν είναι το ίδιο.
- Ίδιο και απαράλλαχτο είναι. Ωχ…το κεφάλι μου…
- Διάσειση, απεφάνθη η νύφη.
- Διάσειση, απεφάνθη και ο γαμπρός και είχε η διάγνωσή του μεγαλύτερη βαρύτητα.
Απέσυρα διακριτικά από το πλήθος τον Πατέρα Ονούφριο. Τον κάθισα σ’ ένα παράμερο στασίδι. Να μείνει μοναχός του, να συνεφέρει, να θυμηθεί, να πει το «Δι Ευχών» που χρωστά κι ύστερα να υπογράψει, να τελειώνουμε.
Ο Ναός χόχλαζε και δεν του έφταιγε η ζέστη.
Η νύφη χτυπούσε το τακούνι της και ο γαμπρός το κεφάλι του.
Είπα να χτυπήσω κι εγώ την καμπάνα μου να κάνουμε τρίο, μα η σύνεση με βάσταξε.
Ο κουμπάρος – καρδιοχειρουργός και μη εξαιρετέος – ζητούσε επίμονα κρασί. Του άνοιξα ένα μπουκάλι Νάμα, να πιει, να σωπάσει.
Η κουμπάρα είχε τις αγωνίες της, μην θεωρηθεί γρουσούζα. Και δώστου να τινάζει το πόδι νευρικά, η γρουσούζα.
Οι παρακείμενοι είχαν πιάσει δικό τους χαβά.
Τα παρανυφάκια ξηλώνανε τις φορεσιές τους και τσιρίζανε. Μου γέμισαν τον τόπο τούλι.
Κάτι ευτραφείς καλεσμένες των ιατροφαρμακευτικών συλλόγων, ξετύλιγαν τις μπουμπουνιέρες και τρώγανε κουφέτα. Μια από αυτές άρχισε κιόλας να τρατάρει. «Για το καλό, για το καλό» έλεγε, τάχα μου. Όχι πως την έζωνε η μαύρη πείνα.
Η πεθερά της νύφης ένιωθε ασφυξία και σβήσιμο.
Η πεθερά του γαμπρού έκανε γλύκες στο γαμπρό, μη σηκωθεί και φύγει κι άντε μετά η κόρη της να ξαναβρεί γιατρό.
Νύχτωνε κι η κατάσταση σκοτείνιαζε. Ο Πατήρ Ονούφριος θυμόταν ένα σωρό γεγονότα, απ’ όταν ήτανε φαντάρος στη Λέσβο κι όταν έπαιζε κουτσό στο χωριό, αλλά αυτό που μας έκαιγε δεν έλεγε να το θυμηθεί. Πήρα πρωτοβουλία. Τέλος πάντων η θέση μου, δεν είναι μόνο για το κερί και το καντήλι.
- Πατέρ, να σε ρωτήσω κάτι;
- Κάθε τρία λεπτά με ρωτάς, Αγάπιε. Πάλι να με ρωτήσεις;
- Αν σου ζητήσουν να τελέσεις Μυστήριο, θυμάσαι;
- Θυμάμαι;
- Αν σου ζητήσουν ας πούμε, να τελέσεις Άγιο Ευχέλαιο, θυμάσαι;
- Θυμάμαι, βέβαια.
- Θεία Λειτουργία, θυμάσαι;
- Θυμάμαι, βέβαια.
- Γάμο θυμάσαι;
- Πού το πας Αγάπιε;
- Εδώ στα χάλια μας το φέρνω. Σκέφτομαι. Επειδή δεν βλέπω φως παρά το φεγγάρι που σηκώθηκε, δεν τελείς από την αρχή τον γάμο αυτωνών, να είσαι κι εσύ εντάξει με τον εαυτό σου και να τους ξεφορτωθούμε επιτέλους;
- Τι λόγια λες, Αγάπιε;
- Μη νευριάζεις, Πάτερ.
- Δεν γίνεται αυτό που λες, αφού τους έχω ήδη παντρέψει.
- Ναι, αλλά εσύ λες πως δεν το θυμάσαι.
- Ναι, αλλά εσείς μου λέτε πως το έκανα.
- Αφού λοιπόν σου το λέμε, γιατί δεν υπογράφεις;
- Για να υπογράψω πρέπει να είμαι σίγουρος. Να θυμηθώ ότι το έκανα.
- Άμα γεια σου. Στα λόγια μου έρχεσαι. Ξαναπάντρεψέ τους λοιπόν για να χεις να το θυμάσαι.
- Δεν ξέρω αν τούτο επιτρέπεται. Δυο φορές στεφάνωμα… Ήμαρτον Κύριε! Πάρε μου στο τηλέφωνο τον Μητροπολίτη, να τον συμβουλευτώ.
Ως που να ανοίξω εγώ τα κιτάπια και να βρω το νούμερο του Σεβασμιότατου, ο εκνευρισμός εντός Ναού αυξανόταν. Οι ψαλτάδες φάλτσαραν δαιμονικά το «Κύριε Ελέησον», ενώ η πεθερά της νύφης (μάνα του γαμπρού για να μιλάμε σωστά) μεμψιμοιρούσε για τα φαγιά της δεξίωσης που κρύωναν, μπαγιάτευαν και ήταν και ακριβοπληρωμένα. Αυτή ήταν μάνα εξ ουρανού! Παραδόξως η γκρίνια της μας οδήγησε στη λύση του δράματος. Μέσα σε λίγα λεπτά και δίχως να καταλάβουμε πως, βρεθήκαμε όλοι μοιρασμένοι σε αυτοκίνητα να τραβάμε δρόμο μακρύ. Τον Πατέρα Ονούφριο μαζί με τα χαρτιά, τα σκεύη και όλα τα συμπράγκαλα του γάμου, μαζί και με μένα, μας χωρέσανε στο νυφικό αμάξι. Τέτοιες χλιδές!
Η σκέψη ήταν να φτάσουμε όλοι μαζί στο Κτήμα της δεξίωσης, να τραπεζωθούμε, να γεμίσουμε τα πιάτα ως απάνω, να φάμε, να πιούμε και να χορέψουμε, να τσουγκρίσουμε και να ευθυμήσουμε αφήνοντας χαλαρά και δίχως βία το χρόνο και τη μνήμη του Πατρός Ονουφρίου να κυλήσουν, ώστε κάποια στιγμή να του προσφέρουν την αναλαμπή και έτσι να κλείσει μελωδικά η «ημιτελής συμφωνία» και να μπει στο περιβόητο Πιστοποιητικό Τελέσεως Γάμου η υπογραφή. Όπερ και εγένετο.
Η κεντρική φωτογραφία είναι από τον Πολυχώρο Ονείρων