Ήρθαν να τον βρουν ένα απόγευμα μουντό που έσταζε η βροχή νωχελικά στο τζάμι, και εμείς χουζουλιάζαμε σαν γάτοι πλάι στη σόμπα. Όση ώρα του μιλούσανε, εγώ καθάριζα ρόδια και είχα τα χέρια μου σαν του χειρουργού μετά από επέμβαση. Να επέμβουμε μου ζήτησε και ο πατήρ Ονούφριος, αμέσως μόλις φύγανε. Έξω λυσσομανούσε ο άνεμος και είχαν ανασηκωθεί τα εντός μας.
-Να κάνουμε κάτι πρέπει, Αγάπιε.
-Να φάμε τα ρόδια.
-Ποιά ρόδια, ευλογημένε, για τα παιδιά να κάνουμε κάτι. Ούτε λεφτά υπάρχουν, ούτε γονείς. Μόνον ανάγκες. Άστα, βράστα.
-Τα ρόδια;
-Δείξε σοβαρότητα, επιτέλους. Μου ζήτησαν να τους παντρέψω στο ορφανοτροφείο.
-Ποιό ορφανοτροφείο, πάτερ;
-Σε αυτό που μεγάλωσε η κοπέλα.
-Σε ορφανοτροφείο μεγάλωσε;
-Δυστυχώς. Γι’ αυτό μεγάλωσε νωρίς.
-Και θα πας εκεί για τον γάμο;
-Αυτό μου ζήτησαν, μα σκέφτομαι τελικά να μην πάω.
-Θα στείλεις άλλον;
-Όχι. Θέλω εγώ να τους παντρέψω.
-Από το τηλέφωνο θα το κάνεις;
-Σκέφτομαι να τους παντρέψω εδώ.
-Εδώ;
-Στον ναό μας.
-Στον ναό μας;
-Στον ναό μας, Αγάπιε. Ναι.
-Πώς;
-Πώς παντρεύω όλους τους άλλους; Με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο Ευαγγέλιο, με τους ίδιους ψαλμούς, άκου πως…
-Δεν εννοούσα αυτό.
-Ξέρω καλά τι εννοούσες και έγνοια σου! Τώρα που έχουμε ευλογημένη βαρυχειμωνιά και δεν σκοτώνονται όλοι να μας έρχονται για την όμορφή μας θέα, περισσεύουν ώρες κενές. Μπορούμε κάλλιστα ένα πρωινό να τελέσουμε εδώ τον γάμο.
Τον τελέσαμε ένα πρωινό. Διότι, άμα μπει ιδέα στο κεφάλι του πατρός Ονούφριου, θα βγει από κει μέσα μονάχα ως πράξη. Και αυτό που έγινε δεν ήταν πράξη απλή. Ήτανε πράξη ιερή.
Ενώ το ορφανοτροφείο μας περίμενε για να πάμε, ο πατήρ Ονούφριος είχε στείλει δυο πούλμαν με δικά του έξοδα, ώστε να έρθει το ορφανοτροφείο σε εμάς. Ανάποδα πράγματα και εκπλήξεις συγκινητικές. Γιατί, ενώ κανονικά δεν υπήρχε ούτε κέρμα για τσίχλα, ο πατήρ Ονούφριος ξεκουνώντας όλες του τις επαφές σε ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια, κανόνισε και πρόσφερε κεράσματα ζηλευτά. Τι γλυκά ταψιού γιαννιώτικα, τι ξεροτήγανα κρητικά, τι κασέρια Ξάνθης, τι δίπλες και λαλάγγια Μανιάτικα, τι κουμ – κουατ Κερκύρας! Τι φάγαμε πάλι! Εκεί στο όρθιο, μέσα στο αρχονταρίκι. Δοκιμάζαμε κρασιά απ’ την Καβάλα και στεκόμασταν σαν έκθεση Αγροτικού Συνεταιρισμού, με τον γαμπρό στη μέση σαν τον πρόεδρο, να καμαρώνει μέσα στο καινούργιο του κουστούμι, στο καινούργιο του πουκάμισο, στην καινούργια του φανέλα, στο καινούργιο του σώβρακο και στις καινούργιες του κάλτσες. Και σε παπούτσια του κουτιού. Αφόρετα.
Η νύφη πια… αντί να εμφανιστεί με ένα ωχρό, πολυφορεμένο ταγέρ που φυλάγανε για τέτοιες περιπτώσεις στο ντουλάπι του ορφανοτροφείου, φόρεσε ένα κάτασπρο, φουφουδάτο νυφικό, βγαλμένο λες από σελίδες παιδικού παραμυθιού, που η ίδια πιθανότατα δεν είχε ποτέ της διαβάσει. Και περπατούσε με χάρη και χαρά επάνω στα γοβάκια που της αγόρασε ο πατήρ Ονούφριος, στο νούμερό της και με ένα φιογκάκι επάνω. Εκείνη την ημέρα εκτίμησα τη σπλαχνικότητά του. Εκτίμησα την καπατσοσύνη του και την χάριν του γοργού του. Εκτίμησα το μέτρο του, που ενώ συνήθως είναι αυτό που τον εμποδίζει να συμμερίζεται τα λούσα, εδώ ήταν αυτό που του υπαγόρευε να μεριμνήσει γι’ αυτά.
-Αχ, Αγάπιε… Αχ…
-Κουράστηκες, πάτερ;
-Για τα παιδιά το λέω το αχ, Αγάπιε. Τους χρειαζότανε το κάτι παραπάνω να το ζήσουνε.
-Μα αυτοί, πάτερ, δεν έχουνε τα βασικά. Τα φρου – φρου τους λείπανε;
-Επειδή ακριβώς δεν έχουν, έπρεπε να φροντίσω. Για να μην αναθεματίσουν την τύχη τους. Για να αγαπήσουν το ξεκίνημά τους. Να το ζήσουν με γλύκα και ομορφιά. Χρειάζεται και η πολυτέλεια καμιά φορά. Άντε καθάρισε τώρα, γιατί μας έρχονται σε καμιάν ώρα οι απογευματινοί.
-Να δούμε αυτοί τι πολυτέλειες θα έχουν ετοιμάσει…
Κατά το απόγευμα είδαμε, παρόλο που σκοτείνιαζε νωρίς. Ήταν γάμος σχεδιασμένος αντιστρόφως ανάλογα με τον πρωινό. Με άνεση. Το σόι του γαμπρού είχε επιχειρήσεις γι’ αυτό και ο γαμπρός νόμιζε πως είναι βασιλιάς. Το σόι της νύφης είχε φουσκωμένα μυαλά, γι’ αυτό και η νύφη νόμιζε πως ήτανε πριγκίπισσα. Αν και λεπτούλα είχε βάρος επάνω της. Λίγο το διαμαντικό στο μπούστο, λίγο τα κοσμήματα στα χέρια, λίγο το περιλαίμιο το χρυσό, λίγο οι κορδέλες στο πέπλο, βάραινε το πράμα. Είχε και γούνα. Είχε και στέμμα. Αναρωτήθηκα πως στο καλό θα την στέψει έπειτα ο πατήρ Ονούφριος, αφού μας ήρθε ήδη εστεμμένη…
Το νυφικό της πρέπει να ζύγιζε είκοσι κιλά, είκοσι δύο, κάπου εκεί. Για να κουβαληθούν οι βαριές του δαντέλες, είχαν επιστρατευτεί δεκατρία γρουσούζικα, παιδιά φασαριόζικα που τσακωνόντουσαν ποιο θα πιάσει παραπάνω ύφασμα από το άλλο. Παρανυφάκια σκέτη συμφορά. Να τους λες, εκεί σταθείτε και αυτά να σου ξυπνούν τον Ηρώδη μέσα σου. Να τους λες άχνα μη βγάλετε και αυτά να βγάζουν κραυγές. Να τα στήνεις στη σειρά για να μπορεί να περνά ο κόσμος και αυτά να αλαλιάζουν. Ήθελα να τα κρεμάσω από τον πολυέλαιο, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω, φυσικά. Αλλά είχα δίπλα τις μανάδες τους να με αγριοκοιτούν. Εμένα, όχι αυτά. Εδώ να δεις παράλογο!
Κάποια στιγμή βυθίστηκαν σε ησυχία. Σκέφτηκα πως τους εμφύτεψε ο Θεός τον σκασμό για να τον βγάλουν, μα ήταν δυστυχώς άλλες οι βουλές Του οι ανεξήγητες. Τους είχε στείλει έμπνευση και είχανε πιάσει το εργόχειρο. Άρπαξαν τις κλωστές απ’ τις δαντέλες και μια – μια, λίγο – λίγο, άρχισαν να τις ξηλώνουν, αργά – αργά και με σύστημα, για να περνάει η ώρα τους ευχάριστα. Κάποια στιγμή με το Μυστήριο προχωρημένο, φώτισε τον ναό μας λάμψη μεγάλη. Όραμα. Άστραψε ομπρός λευκός και ολόλαμπρος ο αριστερός γλουτός της νύφης. Είπα αμάν, αμήν και Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησέ μας. Τώρα Ελέησέ μας, μη χάσεις δευτερόλεπτο, γιατί αν πέσει το μάτι του πατρός Ονούφριου στο συμβάν, θα σκιστεί και το καταπέτασμα του ουρανού εκτός από το νυφικό.
Με κίνηση αστραπιαία βρέθηκα στην κουζίνα. Γκρέμισα κατά λάθος τη φρουτιέρα, άρπαξα το κεντητό τραπεζομάντηλο και πήγα τρέχοντας να το φορέσω στη νύφη. Της το πέρασα όπως μπορούσα γύρω απ’ τη μέση και της ψιθύρισα να μην κουνιέται. Κίνδυνος, θάνατος της είπα και νόμιζε πως πέφτει θύμα απαγωγής. Δεν ήταν κι από τις σπιρτόζες… Την είχα δέσει κόμπο. Η πεθερά και η μάνα είχαν το στόμα να χάσκει και η κουμπάρα έκανε έλεγχο στους πόντους του καλτσόν της, μη χάσει κανέναν. Λες και είν’ κολλητική αρρώστια τα ξηλώματα… Τα παρανυφάκια ξελιγώνονταν στο γέλιο. Αν όλο αυτό είχε συμβεί αιώνες πριν, δεν ξέρω αν ο Ιησούς θα έλεγε με την ίδια άνεση, αφήστε τα παιδιά να ‘ρθουν κοντά μου. Θα μου πεις βέβαια, δεν φορούσε Εκείνος τέτοια. Έναν λιτό χιτώνα έριχνε πάνω Του.
Στην ουρά για τις χαιρετούρες, στο τέλος, αυτός που έδειχνε πιο σκασμένος από όλους ήταν ο γαμπρός. Αδίκως; Αυτός είχε χρυσοπληρώσει χιονάτο νυφικό και φωτογραφιζόταν βαστώντας απ’ το χέρι μια ροτόντα. Και η νύφη τι να πει; Συλλογιζόταν ότι αλλιώς τα είχε υπολογίσει και αλλιώς της ήρθαν. Καλή ώρα, σαν την πρωινή νύφη που και αυτή, αλλιώς τα είχε υπολογίσει και αλλιώς της συνέβησαν. Σε αυτό το ευλογημένο εκκλησάκι, όλο παροιμιώδεις γάμους είχαμε. Αυτό ήταν που σκεφτόμουν εγώ. Και μήπως έπιανα κάποια στιγμή να τους καταγράψω, να έχω να λέω στα γεράματα, και αντί για τίτλο, να βάζω στον καθέναν από μια πάνσοφη, λαϊκή, γαμήλια παροιμία. Είπα την ιδέα μου στον πατέρα Ονούφριο κι εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να με ρωτήσει, τι ακριβώς γυρεύει το χειροποίητο τραπεζομάντηλο της μάνας του, δεμένο στο ισχίο της νύφης.
Για νυφικό που δεν ξηλώνεται, δείτε εδώ