Αργούσε ακόμα να σουρουπώσει. Είχαμε ώρα μπροστά μας. Στεκόμασταν με τον Πατέρα Ονούφριο και αγναντεύαμε. Η θάλασσα χόρευε και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν. Γιορτινή η ατμόσφαιρα και η ζέστη ιουλιάτικη.
-Να σου σερβίρω πάτερ μου ένα υποβρύχιο, να δροσίσει το μέσα σου;
-Όχι Αγάπιε, σ’ ευχαριστώ.
-Να σου ψήσω πάτερ μου έναν ελληνικό να τονωθεί το έξω σου;
-Όχι Αγάπιε, σ’ ευχαριστώ.
-Να…
-Άσε κατά μέρους τα ερωτήματα, Αγάπιε και σήκω. Κατέφθασαν οι πρώτοι…
Ποιοί πρώτοι; Πρώτες. Παραβγαίνει άνδρας περίεργη γυναίκα που θέλει να προφτάσει τα γαμήλια κουτσομπολιά; Πρώτες κατέφθασαν. Κάτι θείες του γαμπρού καμαρωτές, με τις μασχάλες ήδη ιδρωμένες. Κάτι ανιψιές κουνίστρες, πάνω σε τακούνια ξυλοπόδαρα. Κάτι ξαδέρφες από μάνα με τη μύτη υψηλή, κάτι ξαδέρφες από πατέρα ξαναμμένες, και γύρω – γύρω, λογής – λογής γειτόνισσες, από εκείνες που όταν ήταν ο γαμπρός μικρός, έπαιζε μαζί τους τον γιατρό στην πυλωτή. Φτάνει κι εκείνος, λεβέντης σωστός. Ομορφόπαιδο. Τρέχει το γυναικομάνι να τον προϋπαντήσει και από τη λύσσα την ακράτητη και τη χαρά την κρατημένη, τον ρίχνει κάτω στα σκαλιά. Τσακίστηκε ο άνθρωπος, φορούσε και καινούργιο παπούτσι, γαμπρός γινότανε, απάτητο το είχε, παρ’ τον κάτω να τον πατάνε από πάνω οι λάμιες. Ζυγώνει ο Πατήρ Ονούφριος με τα φρύδια σε τρίγωνο.
-Ματιασμένος θα είναι, απεφάνθη μια θεία σε ουδέτερη περιγραφή, όχι πως τον μάτιασε καμιά τους.
-Πονάω Χριστέ μου, σφάδαζε εκείνος.
-Την ευχή της βασκανίας, αοριστολογούσε μιαν άλλη.
-Πονάω Παναγία μου, το πόδι μου, συγκεκριμενοποιούσε ο δόλιος.
-Να του διαβάστε την ευχή, Πάτερ, ορμήνευε μια τρίτη.
-Αμάν ο κανακάρης μου… ούρλιαξε η μάνα του γαμπρού, μόλις πήρε χαμπάρι πως οι άλλες είχαν ήδη γνώμη για κάτι που εκείνη δεν είχε καν εικόνα. Φύγαμε για το νοσοκομείο, άστε τους γάμους τώρα.
Τον μπάζει στο αυτοκίνητο, χώνεται κι αυτή μέσα. Φτάνει η νύφη με χαμόγελο πλατύ που της κόπηκε μαχαίρι. Πού πάνε αυτοί, συλλογίζεται; Μετάνιωσαν; Από κοντά κι η μάνα της, αλλά πριν να φτάσει πολύ κοντά, πλησιάζει τον Πατέρα Ονούφριο και του φορτώνεται.
-Δεν έρχεστε κι εσείς μαζί μας, να τελέψουμε τους γάμους στο εκκλησάκι του νοσοκομείου; Δεν έχω εμπιστοσύνη μήτε σ’ αυτόν, μήτε στη μάνα του.
Ξεροκαταπίνει ο Πατήρ Ονούφριος και φορτώνεται σε μένα.
-Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί παιδί μου, να βοηθήσεις;
Και πήγα. Και βοήθησα. Και τον ναό συμμάζεψα που είχε μαύρα χάλια. Δεν ήταν έτοιμος για γάμο θα μου πεις. Και στις πεθερές κούνησα τη βεντάλια. Και στους κουμπάρους είπα το «μη σκάτε γίνονται αυτά». Και τη νύφη συζήτησα, να καλμάρει. Και τη συμπονετική μου κουβέντα είπα του γαμπρού, που είχε χάσει το χρώμα του κοιτάζοντας τον γύψο, όταν τον σέρνανε στο εκκλησάκι με το καρότσι. Και τον Πατέρα Ονούφριο στην τελική υποβάσταξα, που ήταν κατάκοπος τη νύχτα που γυρίζαμε. Κι εγώ κατάκοπος και ετοιμόρροπος ήμουν, αλλά τουλάχιστον ένιωθα μια δικαίωση, ειδικώς την ώρα που τον άκουγα να λέει βγάζοντας το καλυμμαύκι: Μεγάλη χαζομάρα έκανα, να μην πιω το καφεδάκι που μου πρότεινε ο Αγάπιος…