Αν κάτι μας έχουν διδάξει οι ιστορίες για ελιξίρια ή αντίδοτα για τον έρωτα, είναι ότι από τότε που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι μπορεί να ερωτευτεί, συνειδητοποίησε ταυτόχρονα ότι η δύναμη αυτή πηγάζει από το ίδιο του το σώμα.
Μάλιστα η επιστήμη έχει ασχοληθεί πολύ και έχει χυθεί πολύ μελάνι μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο οι ορμόνες ρυθμίζουν την ερωτική έλξη και το συναισθηματικό δέσιμο. Το συμπέρασμα; Ο έλεγχος όσον αφορά τους ανθρώπους που ερωτευόμαστε είναι πολύ μικρότερος απ όσο νομίζουμε.
Έτσι λοιπόν, πολλά πράγματα βρίσκουν την εξήγησή τους.
Παρακάτω εξηγούμε πώς η χημεία επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε ερωτικό σύντροφο.
Στάδιο πρώτο: Επιθυμία
Έστω ότι δεν έχετε ταίρι. Και έστω ότι έχετε ερωτική επιθυμία. Πηγαίνετε σε ένα μπαρ και ξαφνικά βλέπετε έναν ελκυστικό άνθρωπο να περνάει όμορφα με τους φίλους του. Αμέσως η φαντασία σας δημιουργεί εικόνες στις οποίες τον φιλάτε, τον αγγίζετε και κάνετε σεξ μαζί του. Αυτό είναι το πρώτο βήμα του έρωτα: επιθυμία και πόθος.
Το στάδιο αυτό ελέγχεται από δύο ορμόνες: την τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα (τεστοστερόνη έχουν και οι γυναίκες, αλλά σε πολύ μικρότερη ποσότητα από τους άνδρες). Οι ορμόνες αυτές ρυθμίζουν το αναπαραγωγικό σύστημα και ενεργοποιούνται όταν συναντούμε κάποιον που βρίσκουμε ελκυστικό. (Γι αυτό άλλωστε και τα αντισυλληπτικά χάπια επηρεάζουν την λίμπιντό μας).
Με άλλα λόγια, η πρώτη αντίδρασή σας όταν βλέπετε κάποιον που βρίσκετε ελκυστικό είναι: Ας κάνουμε παιδιά μαζί!
Στάδιο δεύτερο: Έλξη
Εδώ αρχίζουν τα πράγματα να περιπλέκονται. Ένας συνδυασμός από πολύ ισχυρές ορμόνες (ντοπαμίνη, αδρεναλίνη και σεροτονίνη) μας μετατρέπουν σε ερωτοχτυπημένα ζόμπι. Τα συμπτώματα είναι να σκεφτόμαστε τον άνθρωπο που μας έχει τραβήξει την προσοχή συνέχεια, να τρώμε λιγότερο και να κοιμόμαστε λιγότερο.
Δουλειά της ντοπαμίνης είναι να ρυθμίζει τα κέντρα ανταμοιβής και ευχαρίστησης του εγκεφάλου. Η ντοπαμίνη ενεργοποιείται όταν συμβαίνει κάτι ευχάριστο, κάτι που παράγει μια ευχάριστη ανταμοιβή. Τα υψηλά επίπεδα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο στην περίπτωση του έρωτα μας δείχνουν ότι το να είμαστε κοντά στο ταίρι μας είναι συνώνυμο της ευχαρίστησης. Και μάλιστα η απελευθέρωση αυτής της συγκεκριμένης ορμόνης στον εγκέφαλο των ερωτευμένων συγκρίνεται με την επίδραση της κοκαΐνης.
Η αδρεναλίνη παίζει επίσης το ρόλο της σ αυτό το στάδιο. Είναι η ορμόνη που κάνει την καρδιά μας να χτυπάει γρήγορα, το σώμα μας να ιδρώνει και το στόμα μας να στεγνώνει καθώς ετοιμαζόμαστε για το δεύτερο ραντεβού.
Τέλος η σεροτονίνη είναι άλλη μια χημική ουσία η οποία παίζει το ρόλο της και επηρεάζει ένα σωρό πράγματα στο σώμα μας, όπως η όρεξή μας, η διάθεσή μας και το πώς κατανοούμε τις διάφορες καταστάσεις. Όταν είμαστε ερωτευμένοι, η σεροτονίνη μας κάνει να είμαστε εμμονικοί, γι’ αυτό δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτε άλλο παρά μόνο τον άνθρωπο με τον οποίο είμαστε ερωτευμένοι.
Μια σύγχρονη έρευνα από Ιταλούς επιστήμονες αποκάλυψε ότι σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει ένας παράγοντας ανάπτυξης των νευρώνων στο στάδιο της έλξης. Η πρωτεΐνη αυτή σχετίζεται με την ανάπτυξη, συντήρηση και επιβίωση των νευρώνων. Ουσιαστικά, κατά το στάδιο της έλξης ο εγκέφαλός μας γίνεται πιο ενεργός. Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα κατανοήσει τι ακριβώς σημαίνει αυτό για την σεξουαλικότητά και την αναπαραγωγική μας ικανότητα, όμως αποτελεί γι αυτούς ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο μελέτης.
Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης φάσης πολλές χημικές ουσίες συμβάλλουν στο να μας κάνουν να είμαστε εμμονικοί με τον σύντροφό μας και να νιώθουμε ενθουσιασμό όταν είμαστε κοντά του. Ο εγκέφαλός μας δημιουργεί έναν δεσμό άμεσα σ’ εμάς και στον σύντροφό μας και μας κάνει να τον σκεφτόμαστε και να θέλουμε να είμαστε κοντά του συνέχεια. Εξαιτίας του ισχυρού αυτού κοκτέηλ χημικών ουσιών η κατάσταση φτάνει στον εθισμό. Το έντονο αυτό συναίσθημα χάνεται όταν φτάσουμε στο τρίτο στάδιο. Στο σημείο αυτό συχνά χωρίζουμε και βάζουμε πλώρη για έναν νέο έρωτα να μας συνεπάρει.
Στάδιο τρίτο: Συναισθηματικό δέσιμο
Μετά τη φρενίτιδα του δεύτερου σταδίου, η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη πέφτουν πάλι σε φυσιολογικά επίπεδα και αφήνουν χώρο για δύο καινούργιες ορμόνες: την οξυτοκίνη και την βασοπρεσίνη. Οι δυο αυτές ορμόνες είναι αυτές που μας κάνουν να παραμένουμε ζευγάρι μετά από τους πρώτους μήνες μιας σχέσης.
Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε πάρει για την επίδραση της βασοπρεσίνης έχουν προέλθει ύστερα από τη μελέτη ενός είδους αρουραίου των λιβαδιών, ο οποίος δημιουργεί μακροχρόνιο δεσμό με το ταίρι του και μάλιστα τα ζευγάρια των αρουραίων αυτών έρχονται σε σεξουαλική επαφή, άσχετα με την ανάγκη τους να αναπαραχθούν. Κατά τη διάρκεια της έρευνας οι επιστήμονες μείωσαν τα επίπεδα βασοπρεσίνης σε αρσενικούς αρουραίους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι αρουραίοι αυτοί να πάψουν να δείχνουν αφοσίωση στο ταίρι τους.
Η οξυτοκίνη εκκρίνεται μετά τον οργασμό ή όταν ένα ζευγάρι φιλιέται ή χαϊδεύει ο ένας τον άλλον. Εκκρίνεται επίσης στις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Η συγκεκριμένη ορμόνη ευνοεί την ανάπτυξη μακροχρόνιου συναισθηματικού δεσίματος, αφοσίωση και ανάγκη να προστατεύσει κανείς την οικογένειά του.
Νέα στοιχεία επίσης για την οξυτοκίνη δείχνουν ότι αποτρέπει τους άνδρες που βρίσκονται σε μία σχέση να έρχονται σε σωματική επαφή με άλλες γυναίκες. Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2012 έδειξε ότι μονογαμικοί άντρες που τους χορηγούνταν οξυτοκίνη σε μορφή σπρέυ από τη μύτη, είχαν την τάση να μένουν κάποια μέτρα πιο μακριά από άλλες γυναίκες, απ’ ότι οι υπόλοιποι.
Η θεωρεία που κυριαρχεί στην επιστήμη της ψυχολογίας και της νευροεπιστήμης είναι ότι η βασοπρεσίνη και η οξυτοκίνη είναι οι δυο ορμόνες που διασφαλίζουν τον μακροχρόνιο συναισθηματικό δεσμό σ’ ένα ζευγάρι ώστε να μπορέσουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, τα οποία σε ιδανικές συνθήκες συλλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του σταδίου της έλξης. Η συχνή σεξουαλική επαφή και η οικειότητα κάνουν τις ορμόνες αυτές να παραμένουν σε ιδανικά επίπεδα.
Η χημεία του έρωτα
Η επιστήμη μας αποδεικνύει λοιπόν ότι έχουμε πολύ μικρότερο συνειδητό έλεγχο από ότι νομίζουμε όσον αφορά την επιλογή συντρόφου. Το ίδιο μας το σώμα είναι αυτό που έχει το πάνω χέρι όσον αφορά το ποιον θα ερωτευτούμε. Αν έχετε ερωτευτεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σας ξέρετε ότι ο έρωτας δεν είναι και τόσο κακός, τουλάχιστον για όσο διαρκεί.