Ιστορίες Γάμου

Ιστορίες Γάμου

Ο νεωκόρος Αγάπιος, εμπιστεύεται στη συγγραφέα Κωνσταντίνα Τασσοπούλου ιστορίες γάμου, αποστάγματα από την πολυετή του εργασία σ’ ένα γραφικό, παραθαλάσσιο εκκλησάκι, με πρωταγωνιστή τον μοναδικό, π. Ονούφριο.

Οι Ιστορίες Γάμου κυκλοφορούν σε βιβλίο, από τις εκδόσεις Εντύποις.

Ανήμερα Δεκαπενταύγουστου. Τότε είχε πει το ζευγάρι πως επιθυμεί να παντρευτεί και μάλιστα καταμεσήμερο, στις τρεις. Ασυνήθιστο, όμως είχε εξήγηση. Θέλανε το γάμο κρυφό, να μη μαθευτεί. Να σκεφτείς, την ανακοίνωση την είχαν βάλει σε μια μικρή εφημερίδα που ούτε οι δημοσιογράφοι της δεν τη διαβάζουν, για να μην την πάρει κανά μάτι. Και για κουμπάρο ζήτησαν εμένα, ώστε να μην παραβρεθεί κανείς δικός τους. Αυτό που θέλανε ήταν να γλιτώσουν τα όργανα. Τα κυριολεκτικά και τα μεταφορικά. Ασυνήθιστο και αυτό αν αναλογιστείς και την καταγωγή τους. Από τα Σφακιά και από τη Σητεία. Αντίστοιχα. Εκείνος και εκείνη.


Πάνε χρόνια από εκείνον τον γάμο, μα έχω ακόμη ραγισμένο το ρουθούνι μου από τη μυρωδιά του. Εκατοντάδες ανθάκια χιώτικης μανταρινιάς είχαν στολίσει το εκκλησάκι μας. Ίδια ανθάκια βαστούσε και ο γαμπρός για να τα δώσει στη νύφη, ίδια είχε καρφιτσώσει στο πέτο του, ίδια είχε και η νύφη πλεγμένα στα μαλλιά της που όταν τ’ αντίκρυσα νόμισα πως κάποιος τα είχε ρίξει στο Αιγαίο από ένα  κατάστρωμα πλοίου και εκείνα πελαγοδρομούσαν.


Ήτανε μέρες γιορτινές. Παραμονή Παραμονής Χριστουγέννων. Ξαράχνιαζα τα ταβάνια του ναού, μην πέσει κανά έντομο μες στο πανέρι με τ’ Αντίδωρα και γελά μαζί μας ως και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και περίμενα επιτέλους τον πατέρα Ονούφριο να επιστρέψει. Είχε βγει για τα καθιερωμένα του ψώνια.


Η νύφη ήταν είκοσι ετών. Μπουμπούκι κλειστό που βιάζονταν να το μαδήσουν. Ερχόταν με τη μαμά της για να ρυθμίζουν μαζί τα του γάμου, αλλά τελικώς τα ρύθμιζε μόνη. Η μαμά της. Έτσι γίνονται αυτά, τα ξέρω. Όσο μικρότερη η θυγατέρα, τόσο μεγαλύτερος ο ρόλος της μητρός, παρόλο που σπανίως ισχύει το αντίστροφο.


«Τω καιρώ εκείνω, είπεν ο…» Πατήρ Ονούφριος να δρομολογήσει καινούργιες αποφάσεις, ένεκα των περιπετειών της υγείας του και προκειμένου να μην μεταβεί εκτάκτως «εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως». Είπε να ελαττώσει το αλάτι, τη ζάχαρη και τις ταραχές. Είπε και να αυξήσει την ξεκούραση. Και επειδή τα πρώτα τα είπε αλλά δεν τα έπραξε, στο τελευταίο τα έδωσε όλα. Καθιέρωσε απαρέγκλιτη, απαράβατη και απαραβίαστη μεσημεριανή σιέστα - δύο με τέσσερις καθημερινώς - ώστε να σηκώνεται το απόγευμα δυναμωμένος και ορεξάτος. Κάθε απόγευμα, εξόν από εκείνο που στο ξύπνημα τον είδα αλαφιασμένο και με τρεμάμενη γενειάδα.


Χτυπούσε το τηλέφωνο λες και είχε μέσα του δαιμόνιο και ήταν αξημέρωτο ακόμα, πριν τον όρθρο. Έτρεξα να το σηκώσω με την πυτζάμα ανεβασμένη και το βλέφαρο πεσμένο στο χαλί. Τον πατέρα Ονούφριο ζητούσαν, επειγόντως, κι ευτυχώς που είχαμε φώτιση Kυρίου και πέσαμε να κοιμηθούμε στο δωμάτιο πλάι στο ναό, γιατί αν είχαμε επιστρέψει στα σπίτια μας, άιντε βρες μας επειγόντως…


Ήταν να φτάσει η νύφη με βάρκα. Πράγματα συνηθισμένα. Όλες όσες μας έρχονταν αυτό είχαν κατά νου: καΐκάκι, κουπάκι, πλιτς – πλατς το κυματάκι, να αλατιστούν καλά – καλά και ύστερα, να μπουν στην εκκλησία σαν παστοί μπακαλιάροι.


Κοιτούσα με αγωνία τα μάτια του πατρός Ονουφρίου, που ήταν έτοιμα να στάξουν δάκρυ. Κίτρινο, κροκί. Τα γλίτωσα από κλάμα γοερό, καθώς τα ψάρεψα επιδέξια με τη σπάτουλα και τα έβαλα να σταθούν σε μια πιατέλα με ακτίνα ποδηλάτου. Είχα πράμα να χωρέσω στα πλάγια: ντομάτα, αγγούρι, πιπεριά, ένα λουκάνικο χωριάτικο με πράσσο και ένα κομμάτι φέτα τυρί σαν τσιμεντόλιθος οικοδομής. Τα πήγα στο τραπέζι που καθόταν ο πατήρ Ονούφριος κι έπιασα το καλόπιασμα και τη μαλαγανιά, διότι είχα μαντάτα να του ξεστομίσω.


Ήταν από τις περιπτώσεις που δεν είχαν ξεκινήσει καθόλου καλά. Μας ζητούσαν γάμο και βάφτιση μαζί. Να παντρευτεί αρχικώς το ζευγάρι και εν συνεχεία, να βαφτιστεί το παιδί τους που ήταν κοντά τριών ετών. Tέτοια που συγχύζουν τον Πατέρα Ονούφριο.


Ο γάμος ήταν κανονισμένος για νωρίς το απόγευμα. Μην κοιτάς πότε έγινε. Είχε ξεκινήσει με λαμπρές προοπτικές. Το ζευγάρι δεν είχε εκφράσει απαιτήσεις. Ούτε βιολιά να τους υποδεχτούν, ούτε νταούλια να τους αποχαιρετήσουν, ούτε ζουρνάδες, ούτε λυράρηδες, ούτε το ρύζι να πέφτει με τη φορά του ανέμου, γιατί άμα πέφτει με την αντίθετη δεν μας κάνει, ούτε να καίνε μόνο τα δεξιά καντήλια, γιατί άμα καίνε και τ’ αριστερά δεν μπορούμε, ούτε να λιβανίζουμε μόνο με τριαντάφυλλο, γιατί άμα λιβανίζουμε με γιασεμί μας πιάνει δύσπνοια, ούτε η νύφη να πέφτει εξ ουρανού με το γαμπρό να αναδύεται εν τω μέσω της θαλάσσης. Απλότις και λιτότις. Το καλύτερο για εμάς.


Δεν με είχε προετοιμάσει ο πατήρ Ονούφριος και μου ήρθε κάπως απότομο, να τρέχω αξημέρωτο με ένα σωρό μπαγκάζια στα χέρια, προκειμένου να παντρέψουμε ένα ζευγάρι που κατοικούσε στην άλλη άκρη του Θεού. Χρειαστήκαμε με το ταξί πάνω από ώρα και τα χρειαστήκαμε, διότι ο ταξιτζής μας έβγαλε μια σούμα λυπηρότερη κι από λυπητερή.


Μας είχε βγει το λάδι κείνη την περίοδο, αλλά το αναπληρώναμε σε ρύζι. Εγώ ήμουν διαρκώς πίσω από μια χαλασμένη ηλεκτρική και ίδρωνα να ρουφάω ένα – ένα τα σπυριά κάτω απ’ τα στασίδια. Μόλις τελείωνα έριχναν φρέσκα. Ο Πατήρ Ονούφριος είχε βγάλει στη γλώσσα μαλλί και το πήγαινε από «Δι Ευχών» σε «Ευλογητός» και τούμπαλιν. Τα ξέραμε βέβαια αυτά, ήμασταν συνηθισμένοι.


Σελίδα 1 από 2